κλαδευτήρι

κλαδευτήρι
το
κοφτερό όργανο, με το οποίο κλαδεύουν τ' αμπέλια και τα δέντρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλαδευτήρι — το (Α κλαδευτήριον, Μ κλαδευτήρι) [κλαδεύω] όργανο που χρησιμεύει στο κλάδεμα αρχ. στον πληθ.) τὰ κλαδευτήρια εορτή κατά την εποχή τού κλαδέματος τών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • κλαδευτήρα — η 1. μεγάλο κλαδευτήρι 2. ονομασία τής ουράς τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου 3. ζωολ. το πετροχελίδονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδευτήρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α, κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • κλαδευτήρα — η μεγεθυντικό του κλαδευτήρι, μεγάλο κλαδευτήρι: Κλάδεψε όλα τα δέντρα με την κλαδευτήρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπελοκλαδευτήρι — το όργανο με το οποίο κλαδεύονται τα αμπελοκλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κλαδευτήρι] …   Dictionary of Greek

  • αμπελοπρίονο — το οδοντωτό κλαδευτήρι που χρησιμοποιείται από τους αμπελουργούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + πριόνι] …   Dictionary of Greek

  • βλαστοκόπος — ο δενδροκομικό εργαλείο κοπής των βλαστών, κλαδευτήρι …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • θειαφιστήρι — το συσκευή με την οποία γίνεται το θειάφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θειαφίζω + επίθημα τήρι(ον), (πρβλ. θυμιατήρι(ον), κλαδευτήρι)] …   Dictionary of Greek

  • κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… …   Dictionary of Greek

  • κλαστήριον — κλαστήριον, τὸ (Α) [κλω] κλαδευτήρι, δρεπάνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”